- τρίγλαι
- τρίγληred mulletfem nom/voc plτρίγλᾱͅ , τρίγληred mulletfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MULLUS — piscis albô ventre, aureas habet lineas, sed dorsô et capite rubet: quae res et nomen illi dedit. Plin. l. 9. c. 17. Nomen his Fenestella, a colore mulleorum calciamentorum datum putat. Graece Τρίγλη, quod ter pariat quotannis, uti Aristoteles… … Hofmann J. Lexicon universale
Αιξωνή — Αρχαίος δήμος της Αττικής, τόπος της Κεκροπίας φυλής, που ονομάστηκε έτσι από τον επώνυμο ήρωα Αίξωνα. Βρισκόταν κοντά στον Αλικούντα (σημερινό Ελληνικό Γλυφάδα) και ήταν ένας από τους πιο πλούσιους δήμους της Αττικής. Είχε ναό της Ήβης. Οι… … Dictionary of Greek